- εντοιχίζω
- εντοίχισα, εντοιχίστηκα, εντοιχισμένος, μτβ.1. προσαρμόζω κάτι στον τοίχο, το στερεώνω στην κατακόρυφη εξωτερική επιφάνειά του.2. κλείνω κάτι μέσα σε τοίχο.3. κλείνω κάτι σε χώρο του οποίου φράζω τις εξόδους με τοίχους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.