εντοιχίζω

εντοιχίζω
εντοίχισα, εντοιχίστηκα, εντοιχισμένος, μτβ.
1. προσαρμόζω κάτι στον τοίχο, το στερεώνω στην κατακόρυφη εξωτερική επιφάνειά του.
2. κλείνω κάτι μέσα σε τοίχο.
3. κλείνω κάτι σε χώρο του οποίου φράζω τις εξόδους με τοίχους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εντοιχίζω — εντοιχίζω, εντοίχισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εντοιχίζω — 1. προσαρμόζω στον τοίχο, στην επιφάνειά του («εντοιχίζω αναμνηστική πλάκα») 2. εγκλείω μέσα σε τοίχο 3. περικλείω με τοίχο, φράζω τις εξόδους με τοίχο …   Dictionary of Greek

  • εντειχίζω — εντείχισα, εντειχίστηκα, εντειχισμένος, μτβ., προσαρμόζω κάτι μέσα σε τείχος ή σε τοίχο, εντοιχίζω: Στο σπίτι του ποιητή υπάρχει εντειχισμένη αναμνηστική πλάκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”